Βαλεντίνο, Ροδόλφο

Βαλεντίνο, Ροδόλφο
(Rudolph Valentino, Τάρας, Ιταλία 1895 – Νέα Υόρκη 1926). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ιταλικής καταγωγής Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου Ροντόλφο Τζουλιέλμι (Rodolfo Guglielmi). Μετανάστευσε το 1913 στις HΠΑ, όπου έκανε διάφορα επαγγέλματα (μεταξύ των οποίων και του χορευτή) και αργότερα πήγε στο Χόλιγουντ, όπου εργάστηκε ως κομπάρσος στον κινηματογράφο. Το 1921 είχε τον πρώτο σημαντικό ρόλο του στην ταινία Οι τέσσερις ιππότες της Αποκάλυψης (The four horsemen of the Apocalypse) του Ρεξ Ίνγκραμ, στην οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία επιβάλλοντας έναν καινούργιο τύπο, του Λατίνου εραστή, αισθησιακό και κάπως μυστηριώδη. Ανάμεσα στις πιο αγαπητές στο κοινό ταινίες του είναι: Αίμα και άμμος (Blood and sand, 1922) του Φρεντ Νίμπλο, Ο αετός (The eagle, 1925) του Κλάρενς Μπράουν και Ο γιος του σεΐχη (The son of the sheik, 1926) του Τζορτζ Φιτσμόρις. Ο Β. υποτάχτηκε –όχι χωρίς κάποια απροθυμία– στις συνήθειες του βεντετισμού, μεταφέροντας και στην ιδιωτική του ζωή τον μύθο που είχε ενσαρκώσει στην οθόνη και δημιουργώντας έναν ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής, που επισφράγισε ο πρόωρος θάνατός του. Ο Αμερικανός ηθοποιός Ροδόλφο Βαλεντίνο μετέφερε και στην ιδιωτική του ζωή τον μύθο που είχε ενσαρκώσει στην οθόνη και δημιούργησε έναν ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής, που επισφράγισε ο πρόωρος θάνατός του (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»). Ο ηθοποιός Ροδόλφο Βαλεντίνο, σε χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από ταινία του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Νέγκρι, Πόλα — (Pola Negri, Πρωσία 1894 Τέξας 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γερμανίδας ηθοποιού Μπάρμπαρα Απολόνια Σάλουπιεκ (Barbara Appolonia Chalupiec), που διακρίθηκε σε ταινίες του Χόλιγουντ κυρίως στην διάρκεια της δεκαετίας του 1920. Σπούδασε μπαλέτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”